- εἰσάγω
- εἰσ|άγω вводить, ввозить; юр. приводить в суд, обвинять
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
εἰσάγω — lead in pres subj act 1st sg εἰσάγω lead in pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισάγω — εισάγω, εισήγαγα βλ. πίν. 135 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek
εισάγω — εισάχτηκα, εισηγμένος, μτβ. 1. (για πράγματα), βάζω κάτι μέσα σε άλλο, βάζω μέσα: Εισάγει το ξίφος στη θήκη του. 2. (για εμπορεύματα, προϊόντα κτλ.), φέρνω κάτι από το εξωτερικό, κάνω εισαγωγή ειδών από άλλη χώρα: Εισάγει μπανάνες από το Ισραήλ.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσάξετε — εἰσάγω lead in aor subj act 2nd pl (epic) εἰσά̱ξετε , εἰσάγω lead in aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) εἰσάγω lead in fut ind act 2nd pl εἰσάγω lead in aor ind act 2nd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάξομεν — εἰσάγω lead in aor subj act 1st pl (epic) εἰσά̱ξομεν , εἰσάγω lead in aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) εἰσάγω lead in fut ind act 1st pl εἰσάγω lead in aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσάξομεν — εἰσάγω lead in aor subj act 1st pl (epic) ἐσά̱ξομεν , εἰσάγω lead in aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) εἰσάγω lead in fut ind act 1st pl εἰσάγω lead in aor ind act 1st pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσαγάγετε — εἰσάγω lead in aor imperat act 2nd pl εἰσᾱγάγετε , εἰσάγω lead in aor ind act 2nd pl (doric aeolic) εἰσάγω lead in aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσηγμένα — εἰσάγω lead in perf part mp neut nom/voc/acc pl εἰσηγμένᾱ , εἰσάγω lead in perf part mp fem nom/voc/acc dual εἰσηγμένᾱ , εἰσάγω lead in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάγαγε — εἰσάγω lead in aor imperat act 2nd sg εἰσά̱γαγε , εἰσάγω lead in aor ind act 3rd sg (doric aeolic) εἰσάγω lead in aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάγῃ — εἰσάγω lead in pres subj mp 2nd sg εἰσάγω lead in pres ind mp 2nd sg εἰσάγω lead in pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)